Ο κλάδος της ιατρικής αμέλειας είναι ένας ιδιόμορφος και απαιτητικός κλάδος του δικαίου, όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και γενικότερα. Πολλές δυσχέρειες και δυσκολίες προκύπτουν ιδιαίτερα στο θέμα απόδειξης της αμέλειας καθώς είναι απαραίτητη ιατρική μαρτυρία, που σε πολλές περιπτώσεις δύσκολα μπορεί να εξασφαλιστεί.
Υπάρχουν δε αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ενάγοντες επικαλούνται την αρχή – αποδεικτικό κανόνα res ipsa loquitur που σημαίνει ότι τα πράγματα ομιλούν από μόνα τους και κατά την εφαρμογή της, το βάρος απόδειξης της αμέλειας, μετατίθεται στους ώμους του Εναγόμενου.
Το γραφείο μας είχε την ευκαιρία να χειριστεί και να ενασχοληθεί με επιτυχία με τα πιο πάνω ζητήματα σε 2 ενδιαφέρουσες περιπτώσεις όπου στην μια, η Πρωτόδικη απόφαση που εξασφαλίσαμε, επικυρώθηκε από το Εφετείο και στην 2η στην οποία κερδήθηκε η αγωγή πρωτοδίκως, αναμένεται η εκδίκαση της Έφεσης της.
Στις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 114/2011 και 115/2011 (που συνεκδικάστηκαν) αντικείμενο ήταν η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε απόφαση υπέρ του Ενάγοντα – ασθενή και εις βάρος των εφεσειόντων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, για ποσό €193.691. Οι εφεσείοντες ήταν ιδιώτης γιατρός και ιδιωτική πολυκλινική.
Το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τη νομική πτυχή του ζητήματος στη βάση του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, το οποίο ρυθμίζει το θέμα της αμέλειας.
Όπως λέχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Ενάγοντας παρουσίαζε συμπτώματα οξείας χολοκυστίτιδας. Ο εφεσείοντας γιατρός, προέβη σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης χολής. Λόγω της δημιουργίας αποστήματος που δημιουργήθηκε στον χώρο της επέμβασης, ο Ενάγοντας επανεισήχθη στην κλινική και υποβλήθηκε σε δεύτερη επέμβαση για παροχέτευση του αποστήματος.
Μετά την δεύτερη επέμβαση ακολούθησε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντα με εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων, σπασμών, υπόταση, ψηλά ηπατικά ένζυμα, αφυδάτωση κλπ..
Μετά πάροδο 5 ημερών από της δεύτερης επέμβασης, έγινε ανάλυση σακχάρου στον Ενάγοντα οπόταν και διαπιστώθηκε ότι αυτό ανήρχετο σε 1982mg, δεκαπλάσιο δηλαδή του κανονικού.
Η μη έγκαιρη ανίχνευση του σακχάρου, ήταν στοιχείο της αμέλειας του γιατρού αφού η όλη κλινική κατάσταση του ασθενή, χτυπούσε καμπανάκι για την διενέργεια αυτής της εξέτασης.
Ειδικότερα, ο ενάγοντας ήταν υπέρβαρος, μεγάλης ηλικίας, είχε ατροφία παγκρέατος, είχε στρες εγχείρησης και στρες λοίμωξης. Τα αυξημένα επίπεδα σακχάρου είχαν ως αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να υποστεί υπερωσματικό υπεργλυκαιμικό κώμα χωρίς κετοξέωση, το οποίο χαρακτηρίζεται ως σπάνιο. Όπως ανέφεραν οι γιατροί που κλήθηκαν να μαρτυρήσουν κατά την πρωτόδικη διαδικασία, όλοι οι νοήμονες γιατροί, εκείνοι που ασχολούνται με αυτά τα θέματα, οι ειδικοί, ελέγχουν το σάκχαρο κάποιου διαβητικού και κάποιου που λόγω ηλικίας, λόγω μόλυνσης ή λόγω έναρξης σπασμών, είναι υψηλού κινδύνου, με αποτέλεσμα το σύνδρομο να προλαμβαίνεται. Κάτι που εν προκειμένω δεν έγινε.
Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά βρήκε και την ιδιωτική κλινική υπεύθυνη για αμέλεια αλλά και για παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της, δυνάμει του άρθρου 13(3) του περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων Νόμου αναφορικά με την παροχή της καλύτερης δυνατής περίθαλψης και περιποίησης στον ασθενή για σκοπούς θεραπείας ή αντιμετώπισης της ασθένειας ή του ιατρικού προβλήματος για το οποίο εισήχθη στην κλινική τους.
Η κλινική δεν ήταν υπόλογη αμέλειας εκ προστήσεως, για τις πράξεις του γιατρού, ο οποίος δεν ήταν υπηρέτης της. Υπήρξε όμως, πρωτογενώς, αμελής διότι ενώ ο ενάγοντας ασθενής νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης (ΜΕΘ) της κλινικής και ενώ διέθετε επί καθήκοντι ιατρό, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος της, δεν προέβη σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια, παρά την επιδείνωση της κατάστασης του εφεσίβλητου από το βράδυ της ημερομηνίας που διενεργήθηκε η 2η επέμβαση. Παρέλειψε δηλαδή να προβεί στις εύλογα αναμενόμενες εξετάσεις και αναλύσεις για έλεγχο του σακχάρου παρόλον που ο ασθενής παρουσίαζε τα προαναφερόμενα συμπτώματα και την προαναφερόμενη επιδείνωση όντας ασθενής νοσηλευόμενος μάλιστα στην ΜΕΘ της Πολυκλινικής τους.
Στην αγωγή 5132/2011 του Ε.Δ. Λεμεσού ο ενάγοντας που ήταν 60 χρόνων, επισκέφθηκε τον εναγόμενο γιατρό που διατηρεί την δική του ιδιωτική κλινική με συμπτώματα έντονου κοιλιακού άλγους, εμετούς και ιδρώτα. Την επόμενη ημέρα, παρουσίασε επίσης ψυχρότητα κάτω άκρου. Ο εναγόμενος, δεν προέβη ούτε σε σωστή ούτε σε έγκαιρη διάγνωση, υιοθετώντας μάλιστα, λόγω σεβασμού όπως είπε κατά την ακροαματική διαδικασία, την προηγούμενη διάγνωση του νοσοκομείου όπου είχε μεταβεί ο ενάγοντας την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή χολυκιστίτιδα την οποία θεωρούσε ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει διότι η κλινική του διέθετε τον απαραίτητο εξοπλισμό για τέτοιο περιστατικό. Η μη έγκαιρη και σωστή διάγνωση είχαν ως αποτέλεσμα να υποστεί ο ενάγοντας απόφραξη της λαγόνιας αρτηρίας, νέκρωση μέρους του εντέρου και ακρωτηριασμού του δεξιού ποδιού.
Λόγω της συμπτωματολογίας του ενάγοντα όσο ήταν στην κλινική του εναγόμενου, ο εναγόμενος κάλεσε νευρολόγο για να εξετάσει τον ενάγοντα και ακόμη και μετά τις διαπιστώσεις του νευρολόγου ότι δηλαδή το κάτω άκρο του ποδιού του ενάγοντα ήταν χλωμό, μελανό και σχετικά κρύο που είναι σημάδι εμβολής, ούτε και τότε έστειλε τον ασθενή στο νοσοκομείο όπου θα μπορούσε να τύχει άμεσης αντιμετώπισης.
Όπως έχει νομολογηθεί και όπως σημειώθηκε και από το Δικαστήριο που δίκασε την υπόθεση αυτή, για την τεκμηρίωση του αστικού αδικήματος της αμέλειας πρέπει να ικανοποιηθεί το δικαστήριο ότι ο εναγόμενος είχε καθήκον επιμέλειας και προσοχής έναντι του ενάγοντος, ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος αυτού και ότι κατά συνέπεια ο ενάγων έχει υποστεί ζημιά.
Η περίπτωση προσφοράς ιατρικών υπηρεσιών είναι χαρακτηριστική περίπτωση ύπαρξης καθήκοντος του προσώπου που προσφέρει τις υπηρεσίες να επιδείξει επιμέλεια και προσοχή προς τον ασθενή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο ο εναγόμενος έχει εκπληρώσει το καθήκον αυτό και σε περίπτωση που η απάντηση είναι αρνητική, κατά πόσο η οποιαδήποτε ζημία που έχει υποστεί ο ενάγων απορρέει από την πράξη ή παράλειψη που συνιστά παράβαση του σχετικού καθήκοντος.
Στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και ευρημάτων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι είχε αποδειχθεί η αμέλεια του εναγόμενου καθώς αποδείχτηκε αιτιώδης συνάφεια και σύνδεση αιτίου και αιτιατού της μη έγκαιρης διάγνωσης του πραγματικού προβλήματος που αντιμετώπιζε ο ενάγοντας κατά την εισαγωγή του στην κλινική του εναγόμενου και την εξέταση του από αυτόν, με τα συμπτώματα που του ανέφερε ή παρουσίαζε και στην πλημμελή θεραπεία που ο γιατρός του παρείχε, με αποτέλεσμα την σημερινή κατάσταση του ενάγοντος.
Το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον του εναγόμενου και υπέρ του πελάτη μας για το ποσό των €200.000,00 ως γενικές αποζημιώσεις, για το ποσό των €96,000,00 ως απώλεια απολαβών, το ποσό των ειδικών αποζημιώσεων που διεκδικούνταν όπως επίσης και το ποσό των €2.400,00 ως μελλοντικά έξοδα για αναλύσεις.
Σημειώνουμε ότι το άρθρο αυτό είναι ενημερωτικής φύσης και δεν αποτελεί νομική συμβουλή.